οίτος

οίτος
οἶτος, ὁ (Α)
(επικ. τ.)
1. πεπρωμένο, συμφορά, θάνατος («οἵ κεν δὴ κακὸν οἶτον ἀναπλήσαντες ὄλωνται», Ομ. Ιλ.)
2. τύχη, μοίρα..
[ΕΤΥΜΟΛ. Δύο απόψεις έχουν διατυπωθεί για την ετυμολ. τής λ. οἶτος. Κατά μία άποψη, η λ. θεωρείται παράγωγο τού εἶμι «έρχομαι» με επίθημα *-το- αναγόμενο στην ετεροιωμένη βαθμίδα τής ρίζας *ei- (βλ. είμι), πρβλ. φόρτος, χόρτος. Η λ. οἶτος αντιστοιχεί ακριβώς με τα ονόματα τής Κελτικής και Γερμανικής με σημ. «όρκος» (πρβλ. αρχ. ιρλδ. oeth, γοτθ. aips, γερμ. Eid, αγγλοσαξ. oath) με τη σημ. τής πορείας προς τον τόπο τής ορκωμοσίας. Η ελλ. λ. οἶτος πιθανόν να σήμαινε αρχικά «πορεία τού ανθρώπου στον δρόμο που χαράζει το πεπρωμένο του», απ' όπου και προήλθε η σημ. «μοίρα, πεπρωμένο». Κατ' άλλη άποψη, η λ. οἶτος συνδέεται με τη λ. αἶσα* «μοίρα» (πρβλ. αβεστ. aēta-), άποψη που προσκρούει σε αξεπέραστες μορφολογικές δυσχέρειες, όπως είναι η εναλλαγή τών θ. *οι- και *αι- στους δύο τύπους. Η λ. οἶτος, πάντως, προς δήλωση τού πεπρωμένου δεν είναι τόσο εύχρηστη όσο οι άλλες δύο συνώνυμες λ. μοῖρα και αἶσα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • οἶτος — fate masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἶτον — οἶτος fate masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ei- —     ei     English meaning: to go     Deutsche Übersetzung: “gehen”     Note: extended ei dh , ei gh , i tü and i̯ ü , i̯ ē : i̯ō : i̯ǝ     Material: O.Ind. ēmi, ēti, imáḥ, yánti “go”, Av. aēiti, yeinti, O.Pers. aitiy “goes”, themat. Med.… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

  • Οιτόλινος — Οἰτόλινος, ὁ (Α) επιθανάτιο άσμα προς τιμή τού αρχαίου αοιδού Λίνου. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἶτος «μοίρα, πεπρωμένο, θάνατος» + Λίνος, όν. μυθικού αοιδού, «η ωδή τού Λίνου». Πρόκειται πιθ. για ανθρωπωνύμιο] …   Dictionary of Greek

  • μεγάλοιτος — μεγάλοιτος, ον (Α) πανάθλιος, δυστυχής. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο) * + οἶτος «μοίρα, συμφορά, θάνατος»] …   Dictionary of Greek

  • οἴτου — οἴ̱του , οἶτος fate masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἴτωι — οἴ̱τῳ , οἶτος fate masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἴτῳ — οἴ̱τῳ , οἶτος fate masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ai-ti-, ai-to- : oi-to- —     ai ti , ai to : oi to     English meaning: part, share, allotment, quantity, quota, portion, stake, stock, proportion, cut, contribution     Deutsche Übersetzung: “Anteil”     Note: Root ai ti , ai to : oi to : “part, share, allotment,… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”